αυτοσυντήρητος

αυτοσυντήρητος
η , ο [ος , ον ]
1) живущий на свой счёт; 2) хозрасчётный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αυτοσυντήρητος" в других словарях:

  • αυτοσυντήρητος — η, ο αυτός που συντηρείται με τα δικά του μέσα, ο αυτάρκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + συντηρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Φίλιππο Ιωάννου] …   Dictionary of Greek

  • αυτοσυντήρητος — η, ο αυτός που συντηρείται από δικούς του πόρους: Τα παιδιά μου τώρα είναι αυτοσυντήρητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτοτελής — ές (AM αὐτοτελής, ές) 1. τέλειος, πλήρης αφεαυτού, αυτάρκης 2. ανεξάρτητος, αυθύπαρκτος αρχ. 1. απόλυτος, αυτοδύναμος 2. αυτός που επαρκεί στον εαυτό του, επαρκής, αυτοσυντήρητος 3. αυτός που φορολογεί τον εαυτό του, που καθορίζει μόνος τις… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοσυντήρητος — η, ο που συντηρείται από δικούς του πόρους, αυτοσυντήρητος: Ιδιοσυντήρητο ίδρυμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»